θορυβητικοῦ

θορυβητικοῦ
θορυβητικός
uproarious
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θορυβητικός — θορυβητικός, όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) [θορυβώ] αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ ἄριστα τοῡ θορυβητικοῡ» και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”